Αγαθή Δημητρούκα, Πουλάμε τη ζωή, χρεώνουμε το θάνατο


Διαβάσαμε και σας προτείνουμε.....
(από τη φιλόλογο Ροζάνα Κονδυλάκη)


Αγαθή Δημητρούκα, Πουλάμε τη ζωή, χρεώνουμε το θάνατο, εκδόσεις Πατάκη
πολύ καλό


Μυθιστορηματική αυτοβιογραφία της Αγαθής Δημητρούκα, στιχουργού, συγγραφέως και μεταφράστριας, συντρόφου του Νίκου Γκάτσου. Η δύσκολη ζωή, τα θλιβερά, φτωχικά παιδικά της χρόνια δίπλα σε ένα πατέρα με σοβαρά προβλήματα υγείας, αλλά και οι τραυματικές εμπειρίες της πρώτης εφηβείας της παρουσιάζονται με ζωντάνια και αμεσότητα στις σελίδες του βιβλίου. Είναι πραγματικά συγκινητική η αγωνιώδης προσπάθεια της συγγραφέως από πολύ μικρή ηλικία να ξεφύγει από τη μιζέρια και τη θλίψη με τη μελέτη και την πνευματική καλλιέργεια, που την οδηγεί τελικά στη συναρπαστική γνωριμία της με το Νίκο Γκάτσο και τον κύκλο του.  Από εκείνο το σημείο και εξής η αφήγηση αποκτά ιδιαίτερο φιλολογικό ενδιαφέρον, καθώς παρακολουθούμε τις συναντήσεις στο στέκι τους, στου Φλόκα, σπουδαίων προσωπικοτήτων του πνεύματος (Γκάτσου, Χατζηδάκι, Ελύτη, Ξαρχάκου, Μούσχουρη κ.α.), της πνευματικής δηλαδή αφρόκρεμας της εποχής, τις συζητήσεις, τα αστεία, τα πειράγματα, τις εμμονές, τις ιδιορρυθμίες τους, για να φτάσουμε σχεδόν νομοτελειακά και στις πρώτες της απόπειρες να γράψει στίχους. Στίχοι που  διατρέχουν διανθίζοντας ολόκληρο το βιβλίο, άψογα ταιριασμένοι με την περίσταση στην οποία κάθε φορά γράφονταν ή με το γεγονός στο οποίο αναφέρονταν.

Το βιβλίο είναι μεν κατάθεση ψυχής, αλλά δεν φτάνει στη ρηχή συναισθηματικότητα. Το ενδιαφέρον είναι ακριβώς αυτό, ότι κατορθώνει να ξεπεράσει το σκόπελο του μελοδραματισμού, παρά την έντονη συναισθηματική εμπλοκή της συγγραφέως, και ισορροπεί ανάμεσα στην προσωπική αποκάλυψη και στη διακριτικότητα.  Tελικά, η κυρία Δημητρούκα πετυχαίνει δύο στόχους: από τη μία να ζωντανέψει μια ολόκληρη εποχή με τα προβλήματα και τους μύθους της κι από την άλλη να εμφυσήσει στο νέο άνθρωπο την ελπίδα ότι, παρά τις αντίξοες συνθήκες, μπορεί να αλλάξει τη ζωή του. 

Η έκδοση είναι καλή, με κατατοπιστικές αλλά όχι κουραστικές σημειώσεις στο τέλος και καλό φωτογραφικό υλικό.
  
Επιλεγμένα αποσπάσματα:
Ο κήπος είχε επίσης ελαιόδεντρα ποικιλίας κορωναίικης για λάδι και ποικιλίας Αγρινίου για βρώσιμες ελιές. Τα τελευταία, είτε επειδή ήταν γέρικα είτε επειδή ο καρπός τους μαύριζε νωρίς και τον έτρωγαν οι καρακάξες και τα τσιρόνια, ο πατέρας μου προσπαθούσε να τα κεντρώσει με μοσχεύματα ποικιλίας Καλαμών, που ήταν τότε στη μόδα την .... αγροτική. Έπειτα από κάμποσες άκαρπες προσπάθειές του, έτυχε να διαβάσω στο βιβλίο φυσικής ιστορίας –σε μάθημα που ακόμα δεν το είχαμε διδαχτεί- ότι για να ενσωματώνονται τα μπόλια έπρεπε να κόβονται από πάνω τα κλαδιά. Ο πατέρας μου με άκουσε, κι όταν γύρισε από τα χωράφια η μάνα μου, την άκουσε κι εκείνη να του λέει: «Δεν ντρέπεσαι, γέροντας άνθρωπος, να ακούσεις ένα μικρό παιδί και να πιάσεις να κουτσουρέψεις τις ελιές;»
«Η τσούπα μας το διάβασε στα βιβλία της» της απάντησε εκείνος ήρεμος και συνέχισε: «Αυτά τα πράγματα τα μαθαίνουν στο σχολείο. Εσύ πήγες σχολείο; Δεν πήγες!»
«Πήγα ως τα μισά της Δευτέρας» άρχισε εκείνη να μονολογεί, βλαστημώντας από μέσα της τη μοίρα της. «Στα μισά της Δευτέρας πέθανε ο μαυροπατέρας μου, κι η μαυρομάνω μου με πήρε απ’ το σχολείο για να δουλεύω στις καπναποθήκες, να ποστιάζω καπνά». Και, σαν να έφευγε σε μιαν άλλη διάσταση, συνέχιζε με τις δουλειές της, περιδινούμενη όπως η σβούρα.
Εγώ μόλις είχα πάρει ένα μάθημα δημοκρατίας: της δημοκρατίας της γνώσης.
***
Εσύ που είσαι νέα κι έχεις το μυαλό σου φρέσκο τι από τα δύο προτιμάς; «Ο Γιάννης ο φονιάς, παιδί μιας Πατρινιάς κι ενός Κεφαλλονίτη;» ή «Ο Γιάννης ο φονιάς, παιδί μιας Πατρινιάς κι ενός Μεσολογγίτη»;
«Ενός Μεσολογγίτη» απάντησα με σιγουριά.
....
Γιατί; Με ρώτησε κατά τον πελοποννησιακό του τρόπο, αλλά χαμογελώντας.
Γιατί, με το να είναι «παιδί Κεφαλλονίτη» μπορούμε να φανταστούμε ότι το «φονικό» το έκανε από την κεφαλλονίτικη τρέλα του; Αν όμως είναι «παιδί Μεσολογγίτη» μας αφήνει να υποθέσουμε ότι η πράξη του είχε ένα κάποιο ηρωισμό, που ταιριάζει καλύτερα με τους υπόλοιπους στίχους και με το μυστήριο που κρύβουν τα «χέρια τα ακριβά».
...
Ο Νίκος μας έβαλε να ακούσουμε το τραγούδι από μια πρόχειρη κασέτα που του είχε δώσει ο Χατζιδάκις, κι αφού θαυμάσαμε την απέριττη ερμηνεία του Μητσιά, η Μαρία τον ρώτησε: «Ποιος ήταν αυτός ο Γιάννης ο φονιάς; Τι φονικό είχε κάνει;»
Πού να ξέρω; Απάντησε ο Νίκος πολύ φυσικά
Πώς δεν ξέρεις; Αφού εσύ το έγραψες;
Εγώ απλώς φαντάστηκα μια ιστορία. Καθένας είναι ελεύθερος να την ερμηνεύσει όπως θέλει.
Τη φαντάστηκες; Δηλαδή δεν είναι αληθινή;
Όχι βέβαια!


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μεγάλο βραβείο για το βίντεο "Η ιστορία του σχολείου μου"

Εκδήλωση στο αμφιθέατρο για την Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου